- ψυκτῆρα
- ψυκτήρwine-coolermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυκτῆρ' — ψυκτῆρα , ψυκτήρ wine cooler masc acc sg ψυκτῆρι , ψυκτήρ wine cooler masc dat sg ψυκτῆρε , ψυκτήρ wine cooler masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
άμβυκας — Συσκευή για την απόσταξη των υγρών, γνωστή από την αρχαιότητα. Αποτελείται από έναν χάλκινο λέβητα, ο οποίος ονομάζεται σικύα, είναι επικασσιτερωμένος στο εσωτερικό και φέρει σκέπασμα, το κέρας, στο οποίο είναι στερεωμένος ο ελικοειδής ψυκτήρας,… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
Τασκοδρουγίτες — Χριστιανοί αιρετικοί που ονομάστηκαν έτσι, σύμφωνα με τον Επιφάνειο, «από του τιθέναι τον εαυτού δάκτυλον, τον λιχανόν, επί τον ψυκτήρα εν τω προσεύχεσθαι, κατηφείας χάριν». Η λέξη παράγεται από τις φρυγικές τασκός (= πάσσαλος) και δρούγος (=… … Dictionary of Greek